- τραπέζωσις
- τρᾰπέζ-ωσις, εως, ἡ,A a setting upon a table, Plu. in Hes.79 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τραπέζωσις — εζώσεως, ἡ, Α [τραπεζῶ] 1. ετοιμασία τραπεζιού, παράθεση φαγητών 2. (κατά τον Δίον. Αρεοπ.) «τραπέζωσίν φησι τὰ ἐν τῇ θείᾳ τραπέζῃ διὰ τοῦ ἁγίου ἄρτου καὶ τοῦ ποτηρίου τῆς εὐλογίας τελούμενα μυστήρια» … Dictionary of Greek
τραπεζώσεις — τραπέζωσις a setting upon a table fem nom/voc pl (attic epic) τραπέζωσις a setting upon a table fem nom/acc pl (attic) τραπεζόω offer aor subj act 2nd sg (epic) τραπεζόω offer fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζώσεως — τραπεζώσεω̆ς , τραπέζωσις a setting upon a table fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)